- εὐηκοίαν
- εὐηκοίᾱν , εὐηκοίαready obediencefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευηκοΐα — η (ΑΜ εὐηκοΐα) [ευήκοος] νεοελλ. καλή ακοή, καλή κατάσταση τών οργάνων τής ακοής αρχ. μσν. 1. υπακοή («εἰς εὐηκοΐαν πνευματικὴν καὶ πειθὼ καὶ ὑπακοήν», Ευστ.) 2. η ευμενής ακρόαση τών ευχών από τους θεούς … Dictionary of Greek